παρανευρίζομαι

παρανευρίζομαι
Α
(για όργανο ή χορδή) κουρδίζομαι άσχημα («φωνή... ὁμοία φαινομένη ταῑς παρανενευρισμέναις καὶ τραχείαις χορδαῑς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + νευρά «χορδή» + κατάλ. -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”